Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὁριαῖος
ὁριάριος
ὀρίας
ὀριαχές
Ὀρίβακχος
Ὀριβάτης
ὀριγανίζω
ὀριγανίς
ὀριγανίτης
ὀριγανίων
ὀριγανοειδές
ὀριγανόεις
ὀρίγανον
ὀριγνάομαι
ὀρίγονος
ὀριδρόμος
ὁρίζω
ὁρίζων
ὀρικάνην
ὀρικός
ὁρικός
View word page
ὀριγανοειδές
ὀρῑγᾰν-οειδές· τὸ ὕσσωπον, Zonar.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀριγανοειδές
Headword (normalized):
ὀριγανοειδές
Headword (normalized/stripped):
οριγανοειδες
IDX:
75067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75068
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρῑγᾰν-οειδές·</span> <span class="foreign greek">τὸ ὕσσωπον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Zonar.</span> </span> </div><br><br>'}