Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Ὀρθωσία
ὄρθωσις
ὀρθωτήρ
ὁρία1
ὅρια2
ὁριαῖος
ὁριάριος
ὀρίας
ὀριαχές
Ὀρίβακχος
Ὀριβάτης
ὀριγανίζω
ὀριγανίς
ὀριγανίτης
ὀριγανίων
ὀριγανοειδές
ὀριγανόεις
ὀρίγανον
ὀριγνάομαι
ὀρίγονος
ὀριδρόμος
View word page
Ὀριβάτης
Ὀρι-βάτης,
A). v. οὐριβάτης.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Ὀριβάτης
Headword (normalized):
ὀριβάτης
Headword (normalized/stripped):
οριβατης
IDX:
75062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75063
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Ὀρι-βάτης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">οὐριβάτης.</span> </div> </div><br><br>'}