Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὀρθώνυμος
ὀρθωσία
Ὀρθωσία
ὄρθωσις
ὀρθωτήρ
ὁρία1
ὅρια2
ὁριαῖος
ὁριάριος
ὀρίας
ὀριαχές
Ὀρίβακχος
Ὀριβάτης
ὀριγανίζω
ὀριγανίς
ὀριγανίτης
ὀριγανίων
ὀριγανοειδές
ὀριγανόεις
ὀρίγανον
ὀριγνάομαι
View word page
ὀριαχές
ὀριαχές·
ὀρίκοιτον,
Hsch.
(fort.
ὀρειλεχές
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὀριαχές
Headword (normalized):
ὀριαχές
Headword (normalized/stripped):
οριαχες
IDX:
75060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75061
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀριαχές·</span> <span class="foreign greek">ὀρίκοιτον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (fort. <span class="foreign greek">ὀρειλεχές</span>).</div><br><br>'}