Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀρθόω
ὀρθραγορίσκος
ὀρθρεύω
ὀρθρία
ὀρθρίδιος
ὀρθρίζω
ὀρθρινός
ὀρθριοκόκκυξ
ὄρθριος
ὀρθριοφοίτης
ὀρθρισμός
ὀρθροβόας
ὀρθρογόη
ὀρθρολάλος
ὀρθρόνοτος
ὄρθρος
ὀρθροφοιτοσυκοφαντοδικοταλαίπωροι
ὀρθρόω
ὀρθώνυμος
ὀρθωσία
Ὀρθωσία
View word page
ὀρθρισμός
ὀρθρισμός, ,
A). rising early, Aq. Pr. 11.27 .


ShortDef

rising early

Debugging

Headword:
ὀρθρισμός
Headword (normalized):
ὀρθρισμός
Headword (normalized/stripped):
ορθρισμος
IDX:
75042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75043
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρθρισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">rising early,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aq.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Pr.</span> 11.27 </span>.</div> </div><br><br>'}