Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὀρθοψάλακτος
ὀρθόω
ὀρθραγορίσκος
ὀρθρεύω
ὀρθρία
ὀρθρίδιος
ὀρθρίζω
ὀρθρινός
ὀρθριοκόκκυξ
ὄρθριος
ὀρθριοφοίτης
ὀρθρισμός
ὀρθροβόας
ὀρθρογόη
ὀρθρολάλος
ὀρθρόνοτος
ὄρθρος
ὀρθροφοιτοσυκοφαντοδικοταλαίπωροι
ὀρθρόω
ὀρθώνυμος
ὀρθωσία
View word page
ὀρθριοφοίτης
ὀρθριοφοίτης
,
ου
,
ὁ
,
A).
early comer
or
goer,
Phot.
,
Suid.
ShortDef
early comer
Debugging
Headword:
ὀρθριοφοίτης
Headword (normalized):
ὀρθριοφοίτης
Headword (normalized/stripped):
ορθριοφοιτης
IDX:
75041
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75042
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρθριοφοίτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">early comer</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">goer,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span></span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}