Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀρθόφρων
ὀρθοφυέω
ὀρθοφυής
ὀρθοφυΐα
ὀρθοχαίτης
ὀρθοψάλακτος
ὀρθόω
ὀρθραγορίσκος
ὀρθρεύω
ὀρθρία
ὀρθρίδιος
ὀρθρίζω
ὀρθρινός
ὀρθριοκόκκυξ
ὄρθριος
ὀρθριοφοίτης
ὀρθρισμός
ὀρθροβόας
ὀρθρογόη
ὀρθρολάλος
ὀρθρόνοτος
View word page
ὀρθρίδιος
ὀρθρ-ίδιος [ρῐ], η, ον, poet. for ὄρθριος, AP 5.2 (Antip. Thess.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀρθρίδιος
Headword (normalized):
ὀρθρίδιος
Headword (normalized/stripped):
ορθριδιος
IDX:
75036
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75037
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρθρ-ίδιος</span> <span class="pron greek">[ρῐ]</span>, <span class="itype greek">η</span>, <span class="itype greek">ον</span>, poet. for <span class="foreign greek">ὄρθριος,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 5.2 </span> (Antip. Thess.).</div><br><br>'}