Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀρθότης
ὀρθοτίτθιος
ὀρθοτομέω
ὀρθοτονέω
ὀρθοτόνησις
ὀρθότονος
ὀρθοτονουμένως
ὀρθοτριχέω
ὀρθοτριχία
ὀρθοτριχίασις
ὀρθοτριχιάω
ὀρθόϋφος
ὀρθόφρων
ὀρθοφυέω
ὀρθοφυής
ὀρθοφυΐα
ὀρθοχαίτης
ὀρθοψάλακτος
ὀρθόω
ὀρθραγορίσκος
ὀρθρεύω
View word page
ὀρθοτριχιάω
ὀρθο-τρῐχιάω,
A). = ὀρθοτριχέω , ib.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀρθοτριχιάω
Headword (normalized):
ὀρθοτριχιάω
Headword (normalized/stripped):
ορθοτριχιαω
IDX:
75024
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75025
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρθο-τρῐχιάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ὀρθοτριχέω</span> , ib.</div> </div><br><br>'}