Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀρθόκωλος
ὀρθολεκτέω
ὀρθολογέω
ὀρθολογία
ὀρθόλοξος
ὀρθομαντεία
ὀρθόμαντις
ὀρθομίλιον
ὀρθόμφαλος
ὀρθονόμος
ὀρθόνοτος
ὀρθονύσταγμος
ὀρθοπαγής
ὀρθόπαγον
ὀρθοπαιία
ὀρθοπάλη
ὀρθοπεριπατητικός
ὀρθοπλήξ
ὀρθοπλοέω
ὀρθόπλοος
ὀρθόπλουμος
View word page
ὀρθόνοτος
ὀρθό-νοτος, ,
A). v. ὀρθρόνοτος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀρθόνοτος
Headword (normalized):
ὀρθόνοτος
Headword (normalized/stripped):
ορθονοτος
IDX:
74969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74970
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρθό-νοτος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὀρθρόνοτος.</span> </div> </div><br><br>'}