Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀρθόκραιρος
ὀρθόκρανος
ὀρθόκυλλος
ὀρθόκωλος
ὀρθολεκτέω
ὀρθολογέω
ὀρθολογία
ὀρθόλοξος
ὀρθομαντεία
ὀρθόμαντις
ὀρθομίλιον
ὀρθόμφαλος
ὀρθονόμος
ὀρθόνοτος
ὀρθονύσταγμος
ὀρθοπαγής
ὀρθόπαγον
ὀρθοπαιία
ὀρθοπάλη
ὀρθοπεριπατητικός
ὀρθοπλήξ
View word page
ὀρθομίλιον
ὀρθο-μίλιον, τό,
A). gloss on τρύβλιον , Suid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀρθομίλιον
Headword (normalized):
ὀρθομίλιον
Headword (normalized/stripped):
ορθομιλιον
IDX:
74966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74967
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρθο-μίλιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">τρύβλιον</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}