Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀρθοκέρως
ὀρθοκέφαλος
ὀρθόκοιλος
ὀρθοκόπος
ὀρθοκόρυδος
ὀρθόκορυς
ὀρθόκραιρος
ὀρθόκρανος
ὀρθόκυλλος
ὀρθόκωλος
ὀρθολεκτέω
ὀρθολογέω
ὀρθολογία
ὀρθόλοξος
ὀρθομαντεία
ὀρθόμαντις
ὀρθομίλιον
ὀρθόμφαλος
ὀρθονόμος
ὀρθόνοτος
ὀρθονύσταγμος
View word page
ὀρθολεκτέω
ὀρθο-λεκτέω, = sq., Ps.- Alex. Aphr. in Metaph. 783.27 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀρθολεκτέω
Headword (normalized):
ὀρθολεκτέω
Headword (normalized/stripped):
ορθολεκτεω
IDX:
74960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74961
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρθο-λεκτέω</span>, = sq., Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Alex.</span> </span>Aphr.<span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">in Metaph.</span> 783.27 </span>.</div><br><br>'}