Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀρθοκέρατος
ὀρθοκέρως
ὀρθοκέφαλος
ὀρθόκοιλος
ὀρθοκόπος
ὀρθοκόρυδος
ὀρθόκορυς
ὀρθόκραιρος
ὀρθόκρανος
ὀρθόκυλλος
ὀρθόκωλος
ὀρθολεκτέω
ὀρθολογέω
ὀρθολογία
ὀρθόλοξος
ὀρθομαντεία
ὀρθόμαντις
ὀρθομίλιον
ὀρθόμφαλος
ὀρθονόμος
ὀρθόνοτος
View word page
ὀρθόκωλος
ὀρθό-κωλος, ον,
A). with limbs fixed in extended position, ib. 623 ; ἵπποι τὰ γόνατα ἔχοντες σκληρὰ καὶ ὅμοια τοῖς ὀρθοκοίλοις (sic) Hippiatr. 115 .


ShortDef

with limbs fixed in extended position

Debugging

Headword:
ὀρθόκωλος
Headword (normalized):
ὀρθόκωλος
Headword (normalized/stripped):
ορθοκωλος
IDX:
74959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74960
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρθό-κωλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with limbs fixed in extended position,</span> ib.<span class="bibl"> 623 </span> ; <span class="foreign greek">ἵπποι τὰ γόνατα ἔχοντες σκληρὰ καὶ ὅμοια τοῖς ὀρθοκοίλοις</span> (sic) <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Hippiatr.</span> 115 </span>.</div> </div><br><br>'}