Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀρθόκαυλος
ὀρθοκέρατος
ὀρθοκέρως
ὀρθοκέφαλος
ὀρθόκοιλος
ὀρθοκόπος
ὀρθοκόρυδος
ὀρθόκορυς
ὀρθόκραιρος
ὀρθόκρανος
ὀρθόκυλλος
ὀρθόκωλος
ὀρθολεκτέω
ὀρθολογέω
ὀρθολογία
ὀρθόλοξος
ὀρθομαντεία
ὀρθόμαντις
ὀρθομίλιον
ὀρθόμφαλος
ὀρθονόμος
View word page
ὀρθόκυλλος
ὀρθό-κυλλος, ον, = sq., Gal. 18(1).636 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀρθόκυλλος
Headword (normalized):
ὀρθόκυλλος
Headword (normalized/stripped):
ορθοκυλλος
IDX:
74958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74959
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρθό-κυλλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 18(1).636 </span>.</div><br><br>'}