Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὀρθιάζω
ὀρθίαξ
ὀρθίασις
ὀρθίασμα
ὀρθιάω
ὀρθιόκωπος
ὄρθιος
ὀρθοβατέω
ὀρθοβολέω
ὀρθόβολος
ὀρθοβουλία
ὀρθόβουλος
ὀρθογνωμονέω
ὀρθογνώμων
ὀρθογόη
ὀρθογραφέω
ὀρθογραφία
ὀρθογράφος
ὀρθόγυιον
ὀρθογώνιον
ὀρθοδαής
View word page
ὀρθοβουλία
ὀρθο-βουλία
,
ἡ
,
A).
right counsel,
Adam.
1.11
.
ShortDef
right counsel
Debugging
Headword:
ὀρθοβουλία
Headword (normalized):
ὀρθοβουλία
Headword (normalized/stripped):
ορθοβουλια
IDX:
74920
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74921
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρθο-βουλία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">right counsel,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Adam.</span> 1.11 </span>.</div> </div><br><br>'}