Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀρεοβάτης
ὀρεοκομέω
ὀρεομήκης
ὀρέοντο
ὀρεοπολέω
ὀρεοπόλος
ὀρεοσέλινον
ὀρεοτύπος
ὀρεοφύλαξ
ὀρέσβιος
ὄρεσι
ὀρεσιδρόμος
ὀρεσικοίτης
ὀρεσινομία
ὀρεσίοικος
ὀρεσίτροφος
ὀρεσίφοιτος
ὀρεσκεύω
ὀρέσκιος
ὀρεσκῷος
ὀρέσσαυλος
View word page
ὄρεσι
ὄρεσι· προβάτοις, Hsch. (v. οἶς).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὄρεσι
Headword (normalized):
ὄρεσι
Headword (normalized/stripped):
ορεσι
IDX:
74857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74858
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὄρεσι·</span> <span class="foreign greek">προβάτοις,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (v. <span class="foreign greek">οἶς</span>).</div><br><br>'}