Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀρεμπόται
ὄρεξις
ὀρεοβαζάγρα
ὀρεοβάτης
ὀρεοκομέω
ὀρεομήκης
ὀρέοντο
ὀρεοπολέω
ὀρεοπόλος
ὀρεοσέλινον
ὀρεοτύπος
ὀρεοφύλαξ
ὀρέσβιος
ὄρεσι
ὀρεσιδρόμος
ὀρεσικοίτης
ὀρεσινομία
ὀρεσίοικος
ὀρεσίτροφος
ὀρεσίφοιτος
ὀρεσκεύω
View word page
ὀρεοτύπος
ὀρεο-τύπος [ῠ], ον,
A). v. ὀρειτύπος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀρεοτύπος
Headword (normalized):
ὀρεοτύπος
Headword (normalized/stripped):
ορεοτυπος
IDX:
74854
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74855
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρεο-τύπος</span> <span class="pron greek">[ῠ]</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὀρειτύπος.</span> </div> </div><br><br>'}