Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀρειώτης
ὀρεκτέος
ὀρεκτέω
ὀρεκτιάω
ὀρεκτικός
ὀρεκτός
ὀρεμπόται
ὄρεξις
ὀρεοβαζάγρα
ὀρεοβάτης
ὀρεοκομέω
ὀρεομήκης
ὀρέοντο
ὀρεοπολέω
ὀρεοπόλος
ὀρεοσέλινον
ὀρεοτύπος
ὀρεοφύλαξ
ὀρέσβιος
ὄρεσι
ὀρεσιδρόμος
View word page
ὀρεοκομέω
ὀρεο-κομέω, ὀρεο-κόμος,
A). v. ὀρεωκ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀρεοκομέω
Headword (normalized):
ὀρεοκομέω
Headword (normalized/stripped):
ορεοκομεω
IDX:
74848
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74849
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρεο-κομέω</span>, <span class="orth greek">ὀρεο-κόμος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὀρεωκ-.</span> </div> </div><br><br>'}