Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀρειτυπία
ὀρειτύπος
ὀρειφοιτέω
ὀρειφοίτης
ὀρειχάλκινος
ὀρείχαλκος
ὀρειώδης
ὀρειώτης
ὀρεκτέος
ὀρεκτέω
ὀρεκτιάω
ὀρεκτικός
ὀρεκτός
ὀρεμπόται
ὄρεξις
ὀρεοβαζάγρα
ὀρεοβάτης
ὀρεοκομέω
ὀρεομήκης
ὀρέοντο
ὀρεοπολέω
View word page
ὀρεκτιάω
ὀρεκτ-ιάω,
A). = ὀρέγομαι , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀρεκτιάω
Headword (normalized):
ὀρεκτιάω
Headword (normalized/stripped):
ορεκτιαω
IDX:
74841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74842
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρεκτ-ιάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ὀρέγομαι</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}