Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀρειονόμος
ὄρειος
ὀρειοχαρής
ὀρειπέλαργος
ὀρείπλαγκτος
ὀρειπλανής
ὀρειπολέω
ὀρειπτελέα
ὄρεις
ὀρείτης
ὀρείτορες
ὀρειτρεφής
ὀρειτυπία
ὀρειτύπος
ὀρειφοιτέω
ὀρειφοίτης
ὀρειχάλκινος
ὀρείχαλκος
ὀρειώδης
ὀρειώτης
ὀρεκτέος
View word page
ὀρείτορες
ὀρείτορες· ἄγριοι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀρείτορες
Headword (normalized):
ὀρείτορες
Headword (normalized/stripped):
ορειτορες
IDX:
74829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74830
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρείτορες·</span> <span class="foreign greek">ἄγριοι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}