Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀρειοβάτης
ὀρείοικος
ὀρειομανής
ὄρειον
ὀρειονόμος
ὄρειος
ὀρειοχαρής
ὀρειπέλαργος
ὀρείπλαγκτος
ὀρειπλανής
ὀρειπολέω
ὀρειπτελέα
ὄρεις
ὀρείτης
ὀρείτορες
ὀρειτρεφής
ὀρειτυπία
ὀρειτύπος
ὀρειφοιτέω
ὀρειφοίτης
ὀρειχάλκινος
View word page
ὀρειπολέω
ὀρει-πολέω,
A). = ὀρεοπολέω , Suid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀρειπολέω
Headword (normalized):
ὀρειπολέω
Headword (normalized/stripped):
ορειπολεω
IDX:
74825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74826
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρει-πολέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ὀρεοπολέω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}