Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὀρειμανής
ὀρεινομέω
ὀρεινόμος
ὀρεινός
ὀρειοβάτης
ὀρείοικος
ὀρειομανής
ὄρειον
ὀρειονόμος
ὄρειος
ὀρειοχαρής
ὀρειπέλαργος
ὀρείπλαγκτος
ὀρειπλανής
ὀρειπολέω
ὀρειπτελέα
ὄρεις
ὀρείτης
ὀρείτορες
ὀρειτρεφής
ὀρειτυπία
View word page
ὀρειοχαρής
ὀρειοχᾰρής
,
ές
,
A).
delighting in the hills,
APl.
4.256
.
ShortDef
delighting in the hills
Debugging
Headword:
ὀρειοχαρής
Headword (normalized):
ὀρειοχαρής
Headword (normalized/stripped):
ορειοχαρης
IDX:
74821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74822
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρειοχᾰρής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">delighting in the hills,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">APl.</span> 4.256 </span>.</div> </div><br><br>'}