Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀρειθαλής
ὀρεικός
ὀρείκτιτος
ὀρειλεχής
ὀρειμανής
ὀρεινομέω
ὀρεινόμος
ὀρεινός
ὀρειοβάτης
ὀρείοικος
ὀρειομανής
ὄρειον
ὀρειονόμος
ὄρειος
ὀρειοχαρής
ὀρειπέλαργος
ὀρείπλαγκτος
ὀρειπλανής
ὀρειπολέω
ὀρειπτελέα
ὄρεις
View word page
ὀρειομανής
ὀρειομανής, ές,
A). v. ὀρειμανής.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀρειομανής
Headword (normalized):
ὀρειομανής
Headword (normalized/stripped):
ορειομανης
IDX:
74817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74818
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρειομανής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὀρειμανής.</span> </div> </div><br><br>'}