Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὀρειάρχης
ὀρειάς
ὀρείαυλος
ὀρειβασία1
ὀρειβάσια2
ὀρειβατέω
ὀρειβάτης
ὀρειβρεμέτης
ὀρείγανον
ὀρειγενής
ὀρειδρομία
ὀρειδρόμος
ὀρειθαλής
ὀρεικός
ὀρείκτιτος
ὀρειλεχής
ὀρειμανής
ὀρεινομέω
ὀρεινόμος
ὀρεινός
ὀρειοβάτης
View word page
ὀρειδρομία
ὀρει-δρομία
,
ἡ
,
A).
running on the hills,
AP
7.413
(Antip.).
ShortDef
a running on the hills
Debugging
Headword:
ὀρειδρομία
Headword (normalized):
ὀρειδρομία
Headword (normalized/stripped):
ορειδρομια
IDX:
74805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74806
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρει-δρομία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">running on the hills,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AP</span> 7.413 </span> (Antip.).</div> </div><br><br>'}