Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀρειάλωτος
ὀρειᾶνες
ὀρειάρχης
ὀρειάς
ὀρείαυλος
ὀρειβασία1
ὀρειβάσια2
ὀρειβατέω
ὀρειβάτης
ὀρειβρεμέτης
ὀρείγανον
ὀρειγενής
ὀρειδρομία
ὀρειδρόμος
ὀρειθαλής
ὀρεικός
ὀρείκτιτος
ὀρειλεχής
ὀρειμανής
ὀρεινομέω
ὀρεινόμος
View word page
ὀρείγανον
ὀρείγανον, τό,
A). v. ὀρίγανον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀρείγανον
Headword (normalized):
ὀρείγανον
Headword (normalized/stripped):
ορειγανον
IDX:
74803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74804
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρείγανον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὀρίγανον.</span> </div> </div><br><br>'}