Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὄρδειλον
ὄρδ[η]μα
ὀρεᾶνες
ὀρέγδην
ὀρεγιάω
ὄρεγμα
ὀρεγμίη
ὀρέγνυμι
ὀρέγω
ὀρειάλωτος
ὀρειᾶνες
ὀρειάρχης
ὀρειάς
ὀρείαυλος
ὀρειβασία1
ὀρειβάσια2
ὀρειβατέω
ὀρειβάτης
ὀρειβρεμέτης
ὀρείγανον
ὀρειγενής
View word page
ὀρειᾶνες
ὀρειᾶνες, οἱ,
A). v. ὀρεᾶνες.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀρειᾶνες
Headword (normalized):
ὀρειᾶνες
Headword (normalized/stripped):
ορειανες
IDX:
74794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74795
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρειᾶνες</span>, <span class="gen greek">οἱ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὀρεᾶνες.</span> </div> </div><br><br>'}