Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀργιαστικός
ὀργιάω
ὀργίζω
ὀργίλος
ὀργιλότης
ὄργιον
ὀργιοφάντης
ὀργιστέον
ὀργιστός
ὀργιών
ὀργογοργονίστρια
ὄργυιᾰ
ὀργυιαῖος
ὀργυιόομαι
ὄρδειλον
ὄρδ[η]μα
ὀρεᾶνες
ὀρέγδην
ὀρεγιάω
ὄρεγμα
ὀρεγμίη
View word page
ὀργογοργονίστρια
ὀργογοργονίστρια, , epith. of Ἐρινύς, PMag.Par. 1.1419 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀργογοργονίστρια
Headword (normalized):
ὀργογοργονίστρια
Headword (normalized/stripped):
οργογοργονιστρια
IDX:
74780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74781
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀργογοργονίστρια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, epith. of <span class="foreign greek">Ἐρινύς,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMag.Par.</span> 1.1419 </span>.</div><br><br>'}