Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὁράω
ὀρβικλᾶτον
ὀρβιοποιέω
ὀρβιοπωλεῖον
ὀρβιοπώλης
ὀρβιοπωλία
ὀρβοπώλης
ὀργάζω
ὀργαίνω
ὀργανάριος
ὀργάνη
ὀργανικός
ὀργάνιον
ὀργανιστής
ὀργανίτης
ὀργανοθεσία
ὀργανοθετέω
ὄργανον
ὀργανοπήκτωρ
ὀργανοποιέω
ὀργανοποιία
View word page
ὀργάνη
ὀργᾰ/ν-η,
A). v. ὄργανος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀργάνη
Headword (normalized):
ὀργάνη
Headword (normalized/stripped):
οργανη
IDX:
74740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74741
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀργᾰ/ν-η</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὄργανος.</span> </div> </div><br><br>'}