Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὁραυγέομαι
ὁράω
ὀρβικλᾶτον
ὀρβιοποιέω
ὀρβιοπωλεῖον
ὀρβιοπώλης
ὀρβιοπωλία
ὀρβοπώλης
ὀργάζω
ὀργαίνω
ὀργανάριος
ὀργάνη
ὀργανικός
ὀργάνιον
ὀργανιστής
ὀργανίτης
ὀργανοθεσία
ὀργανοθετέω
ὄργανον
ὀργανοπήκτωρ
ὀργανοποιέω
View word page
ὀργανάριος
ὀργᾰν-άριος, , =
A). fistularius, Gloss.


ShortDef

fistularius

Debugging

Headword:
ὀργανάριος
Headword (normalized):
ὀργανάριος
Headword (normalized/stripped):
οργαναριος
IDX:
74739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74740
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀργᾰν-άριος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fistularius,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}