Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὁρατίζω
ὁρατικός
ὁρατός
Ὀράτριος
ὁραυγέομαι
ὁράω
ὀρβικλᾶτον
ὀρβιοποιέω
ὀρβιοπωλεῖον
ὀρβιοπώλης
ὀρβιοπωλία
ὀρβοπώλης
ὀργάζω
ὀργαίνω
ὀργανάριος
ὀργάνη
ὀργανικός
ὀργάνιον
ὀργανιστής
ὀργανίτης
ὀργανοθεσία
View word page
ὀρβιοπωλία
ὀρβιο-πωλία
,
ἡ
,
A).
the right to sell vetch,
PBouriant
13.2
(i A.D.).
ShortDef
the right to sell vetch
Debugging
Headword:
ὀρβιοπωλία
Headword (normalized):
ὀρβιοπωλία
Headword (normalized/stripped):
ορβιοπωλια
IDX:
74735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74736
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρβιο-πωλία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">the right to sell vetch,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PBouriant</span> 13.2 </span> (i A.D.).</div> </div><br><br>'}