Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὅπως
ὅπωϲ
ὅπωσ4
ὅπωσ5
ὁραῖος
ὅραμα
ὁραματίζομαι
ὁραματισμός
ὁραματιστής
ὄραμνος
ὀρανός
ὀράριον
ὅρασις
ὁρατέον
ὁρατήρ
ὁρατής
ὁρατίζω
ὁρατικός
ὁρατός
Ὀράτριος
ὁραυγέομαι
View word page
ὀρανός
ὀρανός,
A). v. οὐρανός.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀρανός
Headword (normalized):
ὀρανός
Headword (normalized/stripped):
ορανος
IDX:
74719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74720
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀρανός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">οὐρανός.</span> </div> </div><br><br>'}