Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὁππόταν
ὅππως
ὀπτάζομαι
ὀπταλέος
ὀπτανάριος
ὀπτανεῖον
ὀπτανεύς
ὀπτανία
ὀπτανικός
ὀπτάνιον
ὀπτάνομαι
ὀπτανός
ὀπτασία1
ὀπτασία2
ὀπτάω
ὀπτέον
ὀπτευτήρ
ὀπτεύω
ὀπτήρ
ὀπτήρια
ὀπτήσιμος
View word page
ὀπτάνομαι
ὀπτάνομαι,
A). v. ὀπτάζομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀπτάνομαι
Headword (normalized):
ὀπτάνομαι
Headword (normalized/stripped):
οπτανομαι
IDX:
74646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74647
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀπτάνομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὀπτάζομαι.</span> </div> </div><br><br>'}