Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀπόφυλλον
ὄππᾱ
ὀππάτεσσι
ὁππῆμος
ὀππικίζω
ὁππόθεν
ὁππόκα
ὀπποποῖ
ὁππόσε
ὁππόταν
ὅππως
ὀπτάζομαι
ὀπταλέος
ὀπτανάριος
ὀπτανεῖον
ὀπτανεύς
ὀπτανία
ὀπτανικός
ὀπτάνιον
ὀπτάνομαι
ὀπτανός
View word page
ὅππως
ὅππως, Ep. for ὅπως.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὅππως
Headword (normalized):
ὅππως
Headword (normalized/stripped):
οππως
IDX:
74637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74638
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὅππως</span>, Ep. for <span class="foreign greek">ὅπως.</span> </div><br><br>'}