Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὅπου
ὀπόφυλλον
ὄππᾱ
ὀππάτεσσι
ὁππῆμος
ὀππικίζω
ὁππόθεν
ὁππόκα
ὀπποποῖ
ὁππόσε
ὁππόταν
ὅππως
ὀπτάζομαι
ὀπταλέος
ὀπτανάριος
ὀπτανεῖον
ὀπτανεύς
ὀπτανία
ὀπτανικός
ὀπτάνιον
ὀπτάνομαι
View word page
ὁππόταν
ὁππόταν, ὁππότε, ὁππότερος, ὁπποτέρωθεν, Ep. for ὁποτ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὁππόταν
Headword (normalized):
ὁππόταν
Headword (normalized/stripped):
οπποταν
IDX:
74636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74637
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὁππόταν</span>, <span class="orth greek">ὁππότε</span>, <span class="orth greek">ὁππότερος</span>, <span class="orth greek">ὁπποτέρωθεν</span>, Ep. for <span class="foreign greek">ὁποτ-.</span> </div><br><br>'}