Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὁποτέρωθε
ὁποτέρωθι
ὁποτέρωσε
ὅπου
ὀπόφυλλον
ὄππᾱ
ὀππάτεσσι
ὁππῆμος
ὀππικίζω
ὁππόθεν
ὁππόκα
ὀπποποῖ
ὁππόσε
ὁππόταν
ὅππως
ὀπτάζομαι
ὀπταλέος
ὀπτανάριος
ὀπτανεῖον
ὀπτανεύς
ὀπτανία
View word page
ὁππόκα
ὁππόκα, Dor. for ὁπότε (q. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὁππόκα
Headword (normalized):
ὁππόκα
Headword (normalized/stripped):
οπποκα
IDX:
74633
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74634
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὁππόκα</span>, Dor. for <span class="foreign greek">ὁπότε</span> (q. v.).</div><br><br>'}