Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὁπότε
ὁπότερος
ὁποτέρωθε
ὁποτέρωθι
ὁποτέρωσε
ὅπου
ὀπόφυλλον
ὄππᾱ
ὀππάτεσσι
ὁππῆμος
ὀππικίζω
ὁππόθεν
ὁππόκα
ὀπποποῖ
ὁππόσε
ὁππόταν
ὅππως
ὀπτάζομαι
ὀπταλέος
ὀπτανάριος
ὀπτανεῖον
View word page
ὀππικίζω
ὀππικίζω, ὀππικιστής,
A). v. ὀπικίζω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀππικίζω
Headword (normalized):
ὀππικίζω
Headword (normalized/stripped):
οππικιζω
IDX:
74631
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74632
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀππικίζω</span>, <span class="orth greek">ὀππικιστής</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὀπικίζω.</span> </div> </div><br><br>'}