Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀνασεύομαι
ἀνασηκόω
ἀνάσηψις
ἀνασθμαίνω
ἀνασιλλιάομαι
ἀνασιλλοκομάω
ἀνάσιλλος
ἀνασιμαίνομαι
ἀνάσιμος
ἀνασιμόω
ἀνασίνδης
ἀνασίτησις
ἀνασκαίρω
ἀνασκαλεύω
ἀνασκάλλω
ἀνασκάπτω
ἀνασκαφή
ἀνασκεδάννυμι
ἀνασκεπτέον
ἀνασκέπτομαι
ἀνασκευάζω
View word page
ἀνασίνδης
ἀνασίνδης·
ἀναπήδησις,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀνασίνδης
Headword (normalized):
ἀνασίνδης
Headword (normalized/stripped):
ανασινδης
IDX:
7462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7463
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνασίνδης·</span> <span class="foreign greek">ἀναπήδησις,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}