Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὅποι
ὁποῖος
ὀποκαλπαθίζω
ὀποκάλπασον
ὀποκάρπασον
ὀποκιννάμωμον
ὀποπάλσαμον
ὀποπανάκη
ὀποπάναξ
ὀπός
ὀπός
ὁποσάγωνον
ὁποσάκις
ὁποσάμηνος
ὁποσαπλασιοσοῦν
ὁποσάπους
ὁποσαχῇ
ὁποσαχοῦ
ὁποσαχῶς
ὁπόσε
ὁπόσος
View word page
ὀπός
ὀπός, gen. of ὄψ (q. v.).


ShortDef

the juice of the figtree

Debugging

Headword:
ὀπός
Headword (normalized):
ὀπός
Headword (normalized/stripped):
οπος
IDX:
74606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74607
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀπός</span>, gen. of <span class="foreign greek">ὄψ</span> (q. v.).</div><br><br>'}