Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὁπλοποιέω
ὁπλοποιητική
ὁπλοποιία
ὁπλοποιική
ὁπλοποιός
ὁπλορχηστής
ὁπλοσκοπία
Ὁπλόσμιος
ὁπλότερος
ὁπλουργία
ὁπλουργός
ὁπλοφάγος
ὁπλοφορέω
ὁπλοφόρος
ὁπλοφυλάκιον
ὁπλοφύλαξ
ὁπλοχαρής
ὁπλοχελώνη
ὁπλωνέω
ὀποβαλσάμινος
ὀποβάλσαμον
View word page
ὁπλουργός
ὁπλ-ουργός, ,
A). = ὁπλοποιός , Ptol. Tetr. 180 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὁπλουργός
Headword (normalized):
ὁπλουργός
Headword (normalized/stripped):
οπλουργος
IDX:
74580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74581
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὁπλ-ουργός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ὁπλοποιός</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0363.tlg007:180" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0363.tlg007:180/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ptol.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Tetr.</span> 180 </a>.</div> </div><br><br>'}