Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὁπλοπεκτής
ὁπλοποιέω
ὁπλοποιητική
ὁπλοποιία
ὁπλοποιική
ὁπλοποιός
ὁπλορχηστής
ὁπλοσκοπία
Ὁπλόσμιος
ὁπλότερος
ὁπλουργία
ὁπλουργός
ὁπλοφάγος
ὁπλοφορέω
ὁπλοφόρος
ὁπλοφυλάκιον
ὁπλοφύλαξ
ὁπλοχαρής
ὁπλοχελώνη
ὁπλωνέω
ὀποβαλσάμινος
View word page
ὁπλουργία
ὁπλ-ουργία
,
ἡ
,
A).
=
ὁπλοποιία
, Tz.ad
Lyc.
227
(pl.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὁπλουργία
Headword (normalized):
ὁπλουργία
Headword (normalized/stripped):
οπλουργια
IDX:
74579
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74580
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὁπλ-ουργία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ὁπλοποιία</span> , Tz.ad <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 227 </span> (pl.).</div> </div><br><br>'}