Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὁπλομαχητικός
ὁπλομαχία
ὁπλομαχικός
ὁπλομάχος
ὁπλομελέτη
ὅπλον
ὁπλοπαικτής
ὁπλοπάροχος
ὁπλοπεκτής
ὁπλοποιέω
ὁπλοποιητική
ὁπλοποιία
ὁπλοποιική
ὁπλοποιός
ὁπλορχηστής
ὁπλοσκοπία
Ὁπλόσμιος
ὁπλότερος
ὁπλουργία
ὁπλουργός
ὁπλοφάγος
View word page
ὁπλοποιητική
ὁπλο-ποιητική (sc. τέχνη), ,
A). = ὁπλοποιική (q. v.), Phlp. in APr. 8.2 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὁπλοποιητική
Headword (normalized):
ὁπλοποιητική
Headword (normalized/stripped):
οπλοποιητικη
IDX:
74571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74572
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὁπλο-ποιητική</span> (sc. <span class="foreign greek">τέχνη</span>), <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ὁπλοποιική</span> (q. v.), <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4015.tlg002:8:2" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4015.tlg002:8.2/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phlp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">in APr.</span> 8.2 </a>.</div> </div><br><br>'}