Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὁπλομαχέω
ὁπλομάχης
ὁπλομαχητικός
ὁπλομαχία
ὁπλομαχικός
ὁπλομάχος
ὁπλομελέτη
ὅπλον
ὁπλοπαικτής
ὁπλοπάροχος
ὁπλοπεκτής
ὁπλοποιέω
ὁπλοποιητική
ὁπλοποιία
ὁπλοποιική
ὁπλοποιός
ὁπλορχηστής
ὁπλοσκοπία
Ὁπλόσμιος
ὁπλότερος
ὁπλουργία
View word page
ὁπλοπεκτής
ὁπλο-πεκτής, ὁπλο-πετής,
A). v. ὁπλοπαικτής.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὁπλοπεκτής
Headword (normalized):
ὁπλοπεκτής
Headword (normalized/stripped):
οπλοπεκτης
IDX:
74569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74570
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὁπλο-πεκτής</span>, <span class="orth greek">ὁπλο-πετής</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὁπλοπαικτής.</span> </div> </div><br><br>'}