Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀνασεισίφαλλος
ἀνάσεισις
ἀνάσεισμα
ἀνασεισμός
ἀνασειστικός
ἀνασείω
ἀνασεύομαι
ἀνασηκόω
ἀνάσηψις
ἀνασθμαίνω
ἀνασιλλιάομαι
ἀνασιλλοκομάω
ἀνάσιλλος
ἀνασιμαίνομαι
ἀνάσιμος
ἀνασιμόω
ἀνασίνδης
ἀνασίτησις
ἀνασκαίρω
ἀνασκαλεύω
ἀνασκάλλω
View word page
ἀνασιλλιάομαι
ἀνασιλλιάομαι
,
A).
wear the hair bristling up,
Hsch.
ShortDef
wear the hair bristling up
Debugging
Headword:
ἀνασιλλιάομαι
Headword (normalized):
ἀνασιλλιάομαι
Headword (normalized/stripped):
ανασιλλιαομαι
IDX:
7456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7457
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνασιλλιάομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wear the hair bristling up,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}