Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὁπλόκτυπος
ὁπλολογέω
ὅπλομαι
ὁπλομανέω
ὁπλομαχέω
ὁπλομάχης
ὁπλομαχητικός
ὁπλομαχία
ὁπλομαχικός
ὁπλομάχος
ὁπλομελέτη
ὅπλον
ὁπλοπαικτής
ὁπλοπάροχος
ὁπλοπεκτής
ὁπλοποιέω
ὁπλοποιητική
ὁπλοποιία
ὁπλοποιική
ὁπλοποιός
ὁπλορχηστής
View word page
ὁπλομελέτη
ὁπλο-μελέτη
,
ἡ
, =
A).
armatura,
Lyd.
Mag.
1.46
.
ShortDef
armatura
Debugging
Headword:
ὁπλομελέτη
Headword (normalized):
ὁπλομελέτη
Headword (normalized/stripped):
οπλομελετη
IDX:
74565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74566
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὁπλο-μελέτη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">armatura,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyd.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Mag.</span> 1.46 </span>.</div> </div><br><br>'}