Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὁπλιτοδρομέω
ὁπλιτοδρόμος
ὁπλιτοπάλης
ὁπλοδιδακτής
ὁπλοδιδάσκαλος
ὁπλοδοτέω
ὁπλοδότης
ὁπλόδουπος
ὁπλοθήκη
ὁπλοκαθαρμός
ὁπλοκαθαρσία
ὁπλόκτυπος
ὁπλολογέω
ὅπλομαι
ὁπλομανέω
ὁπλομαχέω
ὁπλομάχης
ὁπλομαχητικός
ὁπλομαχία
ὁπλομαχικός
ὁπλομάχος
View word page
ὁπλοκαθαρσία
ὁπλο-κᾰθαρσία, , and ὁπλό-ιον (sc. ἱερόν), τό, = foreg., ib.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὁπλοκαθαρσία
Headword (normalized):
ὁπλοκαθαρσία
Headword (normalized/stripped):
οπλοκαθαρσια
IDX:
74554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74555
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὁπλο-κᾰθαρσία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, and <span class="orth greek">ὁπλό-ιον</span> (sc. <span class="foreign greek">ἱερόν</span>), <span class="gen greek">τό</span>, = foreg., ib.</div><br><br>'}