Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὅπλιτις
ὁπλιτοδρομέω
ὁπλιτοδρόμος
ὁπλιτοπάλης
ὁπλοδιδακτής
ὁπλοδιδάσκαλος
ὁπλοδοτέω
ὁπλοδότης
ὁπλόδουπος
ὁπλοθήκη
ὁπλοκαθαρμός
ὁπλοκαθαρσία
ὁπλόκτυπος
ὁπλολογέω
ὅπλομαι
ὁπλομανέω
ὁπλομαχέω
ὁπλομάχης
ὁπλομαχητικός
ὁπλομαχία
ὁπλομαχικός
View word page
ὁπλοκαθαρμός
ὁπλο-κᾰθαρμός, ,
A). armilustrium. Gloss.


ShortDef

armilustrium

Debugging

Headword:
ὁπλοκαθαρμός
Headword (normalized):
ὁπλοκαθαρμός
Headword (normalized/stripped):
οπλοκαθαρμος
IDX:
74553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74554
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὁπλο-κᾰθαρμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">armilustrium.</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}