Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὁπλιταγωγός
ὁπλιτεία
ὁπλιτεύω
ὁπλίτης
ὁπλιτικός
ὅπλιτις
ὁπλιτοδρομέω
ὁπλιτοδρόμος
ὁπλιτοπάλης
ὁπλοδιδακτής
ὁπλοδιδάσκαλος
ὁπλοδοτέω
ὁπλοδότης
ὁπλόδουπος
ὁπλοθήκη
ὁπλοκαθαρμός
ὁπλοκαθαρσία
ὁπλόκτυπος
ὁπλολογέω
ὅπλομαι
ὁπλομανέω
View word page
ὁπλοδιδάσκαλος
ὁπλο-δῐδάσκᾰλος, , = foreg., ib.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὁπλοδιδάσκαλος
Headword (normalized):
ὁπλοδιδάσκαλος
Headword (normalized/stripped):
οπλοδιδασκαλος
IDX:
74548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74549
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὁπλο-δῐδάσκᾰλος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = foreg., ib.</div><br><br>'}