Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὅπλισις
ὅπλισμα
ὁπλισμός
ὁπλιστέον
ὁπλιστὴς
ὁπλιταγωγός
ὁπλιτεία
ὁπλιτεύω
ὁπλίτης
ὁπλιτικός
ὅπλιτις
ὁπλιτοδρομέω
ὁπλιτοδρόμος
ὁπλιτοπάλης
ὁπλοδιδακτής
ὁπλοδιδάσκαλος
ὁπλοδοτέω
ὁπλοδότης
ὁπλόδουπος
ὁπλοθήκη
ὁπλοκαθαρμός
View word page
ὅπλιτις
ὅπλῑτ-ις, ιδος, fem. of
A). ὁπλίτης, χεῖρες Poll. 3.150 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὅπλιτις
Headword (normalized):
ὅπλιτις
Headword (normalized/stripped):
οπλιτις
IDX:
74543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74544
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὅπλῑτ-ις</span>, <span class="itype greek">ιδος</span>, fem. of <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">ὁπλίτης, χεῖρες</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:3:150" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:3.150/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 3.150 </a> .</div> </div><br><br>'}