Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὀπίσωρ
ὀπισώτατος
ὀπιτθοτίλα
ὀπιτίων
ὁπλάριον
ὁπλασία
ὁπλέω
ὁπλή
ὁπλήεις
Ὅπλητες
ὀπλίας
ὁπλίζω
ὁπλικός
ὁπλισία
ὅπλισις
ὅπλισμα
ὁπλισμός
ὁπλιστέον
ὁπλιστὴς
ὁπλιταγωγός
ὁπλιτεία
View word page
ὀπλίας
ὀπλίας·
Λοκροὶ τοὺς τόπους ἐν οἷς συνελαύνοντες ἀριθμοῦσι τὰ πρόβατα καὶ τὰ βοσκήματα,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὀπλίας
Headword (normalized):
ὀπλίας
Headword (normalized/stripped):
οπλιας
IDX:
74529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74530
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀπλίας·</span> <span class="foreign greek">Λοκροὶ τοὺς τόπους ἐν οἷς συνελαύνοντες ἀριθμοῦσι τὰ πρόβατα καὶ τὰ βοσκήματα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}