Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀπισσόδομος
ὀπισσοπόρευτος
ὄπισσος
ὀπίστατος
ὀπίσω
ὀπίσωρ
ὀπισώτατος
ὀπιτθοτίλα
ὀπιτίων
ὁπλάριον
ὁπλασία
ὁπλέω
ὁπλή
ὁπλήεις
Ὅπλητες
ὀπλίας
ὁπλίζω
ὁπλικός
ὁπλισία
ὅπλισις
ὅπλισμα
View word page
ὁπλασία
ὁπλ-ασία,
A). v. ὁπλισία.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὁπλασία
Headword (normalized):
ὁπλασία
Headword (normalized/stripped):
οπλασια
IDX:
74524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74525
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὁπλ-ασία</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὁπλισία.</span> </div> </div><br><br>'}