Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀπισθυπέρα
ὄπισμα
ὀπισμός
ὀπισσόδομος
ὀπισσοπόρευτος
ὄπισσος
ὀπίστατος
ὀπίσω
ὀπίσωρ
ὀπισώτατος
ὀπιτθοτίλα
ὀπιτίων
ὁπλάριον
ὁπλασία
ὁπλέω
ὁπλή
ὁπλήεις
Ὅπλητες
ὀπλίας
ὁπλίζω
ὁπλικός
View word page
ὀπιτθοτίλα
ὀπιτθοτίλα,
A). v. ὀπισθοτίλη.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀπιτθοτίλα
Headword (normalized):
ὀπιτθοτίλα
Headword (normalized/stripped):
οπιτθοτιλα
IDX:
74521
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74522
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀπιτθοτίλα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὀπισθοτίλη.</span> </div> </div><br><br>'}