Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀπισθόχειρ
ὀπισθόψιλος
ὀπισθυπέρα
ὄπισμα
ὀπισμός
ὀπισσόδομος
ὀπισσοπόρευτος
ὄπισσος
ὀπίστατος
ὀπίσω
ὀπίσωρ
ὀπισώτατος
ὀπιτθοτίλα
ὀπιτίων
ὁπλάριον
ὁπλασία
ὁπλέω
ὁπλή
ὁπλήεις
Ὅπλητες
ὀπλίας
View word page
ὀπίσωρ
ὀπίσωρ· δυσάρεστος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀπίσωρ
Headword (normalized):
ὀπίσωρ
Headword (normalized/stripped):
οπισωρ
IDX:
74519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74520
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀπίσωρ·</span> <span class="foreign greek">δυσάρεστος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}